- ἀντημείψατο
- ἀνταμείβομαιexchangeaor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαμείβω — ἐξαμείβω (AM) [αμείβω] 1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.) 2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.) 3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.) 4. διαβαίνω από έναν τόπο αρχ. 1.… … Dictionary of Greek